- αυτοκατευθυνόμενος
- η , ο[ν] воен, самонаводящийся;
αυτοκατευθυνόμενον βλήμα — самонаводящийся снаряд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοκατευθυνόμενον βλήμα — самонаводящийся снаряд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.